συντηρητικός Kreeka - Pärsia
1.
-
Kreekaσυντηρητικός, δεξιός
2.
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
3.
-
Kreekaσυντηρητικός
English translator: Greek Persian συντηρητικός Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare