συντηρητικός Kreeka - Ungari
1.
-
Kreekaσυντηρητικός, δεξιός
-
Ungarijobboldal
2.
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Ungarikonzervatív
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
3.
-
Kreekaσυντηρητικός
English translator: Greek Hungarian συντηρητικός Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare