συντηρητικός Kreeka - Galician
1.
-
Kreekaσυντηρητικός, δεξιός
2.
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
3.
-
Galicianpreservativo
-
Kreekaσυντηρητικός
English translator: Greek Galician συντηρητικός Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare