συντηρητικός Kreeka - Jaapani
1.
-
Kreekaσυντηρητικός, δεξιός
-
Jaapani右翼
2.
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
-
Kreekaσυντηρητικός
3.
-
Kreekaσυντηρητικός
English translator: Greek Japanese συντηρητικός Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare