main Welsh - Kreeka
1.
-
Kreekaπανό
2.
-
Kreekaτσαντάκι
3.
-
Kreekaκοτόσουπα
4.
-
Kreekaπρόσοψη
-
Kreekaεμπρόσθιοςμπροστινός
5.
-
Kreekaφαγητό
6.
-
Kreekaπερπατώ, βαδίζω
-
Welshcerdded
7.
-
Kreekaάτλας
8.
-
Kreekaολικής ανάθεσης
9.
-
Kreekaηπειρωτική χώρα
10.
-
Kreekaπρωταγωνιστής
11.
12.
-
Kreekaστόμιο υδροληψίας
13.
-
Kreekaμεταχειρισμένος
14.
-
Kreekaκρατώ
-
Welshcadw
-
Kreekaκεντρικός πύργος
-
Welshgorthwr
15.
-
Kreekaκύριο πιάτο
16.
-
Kreekaξανά, από την αρχή, εκ νέου
17.
-
Kreekaπάω
18.
-
Kreekaγραφή
19.
-
Kreekaηπειρωτικός
-
Kreekaηπειρωτικός
20.
-
Kreekaειδικότητα
21.
-
Kreekaωραίας
22.
-
Kreekaπαροιμιακός
-
Welshdiarhebol
23.
-
Kreekaμεγαλόσχημος
24.
-
Kreekaεξαρτημένος, υποτελής
25.
-
Welshmain
26.
27.
-
Kreekaκύριος
28.
-
Kreekaπρόλογος
29.
-
Kreekaκρατώ
-
Welshcadw
-
Kreekaκεντρικός πύργος
-
Welshgorthwr
30.
-
Welshysgafn, main, gwawnaidd
31.
-
Kreekaδημιουργικός
32.
-
Kreekaασυνάρτητος
33.
34.
-
Kreekaφιλοδώρημα
-
Welshcildwrn
English translator: Welsh Greek main Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare