detektyw Poola - Kreeka
1.
-
Kreekaαστυνομικός ερευνητής, ερευνητής
-
Poolaoficer śledczy
-
Kreekaερευνητής, ιδιωτικός ερευνητής
-
Pooladetektyw
2.
-
Kreekaαστυνομικός ερευνητής, ερευνητής
-
Poolaoficer śledczy
-
Kreekaερευνητής, ιδιωτικός ερευνητής
-
Pooladetektyw
English translator: Polish Greek detektyw Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare