сметка Makedoonia - Kreeka
1.
-
Kreekaλογαριασμός
-
Kreekaτιμολόγιο
-
Makedooniaсметка
-
Kreekaεκδίδω λογαριασμό, εκδίδω τιμολόγιο, αποστέλλω λογαριασμό
2.
-
Kreekaλογαριασμός
-
Kreekaτιμολόγιο
-
Makedooniaсметка
-
Kreekaεκδίδω λογαριασμό, εκδίδω τιμολόγιο, αποστέλλω λογαριασμό
3.
-
Kreekaτραπεζικός λογαριασμός
-
Makedooniaбанковна сметка
4.
-
Kreekaεκτίμηση
English translator: Macedonian Greek сметка Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare