sens Läti - Kreeka
1.
-
Kreekaαισθητήριο όργανο
2.
-
Kreekaκοινή λογική
3.
4.
-
Kreekaβλακείες
5.
6.
-
Kreekaκάπως, περίπου
7.
-
Kreekaμονόδρομος
8.
-
Kreekaπαλιός
-
Lätisens, vecs
9.
-
Kreekaχωρίς σημασία
-
Lätibezjēdzīgs
10.
11.
-
Kreekaχωρίς, δίχως, άνευ
-
Lätibez
12.
13.
-
Kreekaμονόδρομος
14.
15.
-
Kreekaαριστερόστροφα, αντίθετα με την φορά των δεικτών του ρολογιού
English translator: Latvian Greek sens Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare