μέρος Kreeka - Welsh

1.


2.

  • Kreeka


3.


4.

  • Kreekaτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,


5.

  • Kreekaτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,


6.


7.


8.

  • Kreeka


9.


10.





English translator: Greek Welsh μέρος  Eesti sõnaraamat   Español Traductor   Svenska Översättare