πραγματικός Kreeka - Vene
1.
-
Kreekaπραγματικός
-
Veneреа́льный, настоя́щий
-
Kreekaπραγματικός αριθμός
-
Veneдействи́тельный
2.
-
Kreekaπραγματικός
-
Veneфакти́ческий, действи́тельный
3.
-
Kreekaπραγματικός
-
Veneреа́льный, действи́тельный, настоя́щий
4.
-
Kreekaπραγματικός αριθμός
5.
-
Kreekaπραγματικός
-
Veneреа́льный, настоя́щий
-
Kreekaπραγματικός αριθμός
-
Veneдействи́тельный
English translator: Greek Russian πραγματικός Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare