παρά Kreeka - Rootsi
1.
-
Kreekaπαράλληλος
-
Rootsiparallell
-
Kreekaπαράλληλος
-
Rootsiparallell
-
Kreekaπαράλληλος
-
Kreekaπαράλληλα
-
Kreekaπαράλληλος
-
Kreekaπαράλληλος
2.
-
Kreekaπαρά, ωστόσο, παρ' όλ' αυτά, μολαταύτα, εντούτοις
-
Rootsimen
3.
-
Kreekaπαρά
-
Rootsitrots (att)
4.
5.
-
Kreekaπαράγραφος
-
Rootsistycke
6.
-
Kreekaπαράμετρος
-
Rootsiparameter
-
Kreekaπαράμετρος
-
Rootsiparameter
7.
-
Kreekaεν τούτοις, παρά ταύτα, ωστόσο
-
Rootsidock
8.
9.
-
Kreekaπαρά τις αντιξοότητες, παρ' όλες τις αντιξοότητες, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά
-
Rootsimot alla odds
10.
11.
12.
13.
-
Kreekaπαρά φύσιν έδρα
14.
15.
-
Kreekaπαράλυση
English translator: Greek Swedish παρά Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare