αποστέλλω Kreeka - Prantsuse

1.

  • Kreekaεκδίδω λογαριασμό, εκδίδω τιμολόγιο, αποστέλλω λογαριασμό


2.

  • Kreekaεκδίδω λογαριασμό, εκδίδω τιμολόγιο, αποστέλλω λογαριασμό


3.

  • Prantsuseposter, expédier

  • Kreekaαποστέλλω


  • Kreekaαποστέλλω, μεταφέρω


4.

  • Prantsuseposter, expédier

  • Kreekaαποστέλλω


  • Kreekaαποστέλλω, μεταφέρω





English translator: Greek French αποστέλλω  Eesti sõnaraamat   Español Traductor   Svenska Översättare