ελαστικότητα Kreeka - Poola
1.
-
Kreekaελαστικότητα
2.
-
Kreekaεπανατακτικότητα, επαναπροσαρμοστικότητα, ελαστικότητα
-
Poolasprężystość
3.
-
Kreekaελαστικότητα
English translator: Greek Polish ελαστικότητα Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare