λειτουργικός Kreeka - Norra
1.
-
Kreekaλειτουργικός
-
Kreekaλειτουργικός
2.
-
Kreekaλειτουργικός
3.
-
Kreekaλειτουργικός
-
Kreekaλειτουργικός
4.
-
Kreekaπρακτικόςλειτουργικός
English translator: Greek Norwegian λειτουργικός Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare