καθυστερημένος Kreeka - Norra
1.
-
Kreekaκαθυστερημένος, βλαμμένος
2.
-
Kreekaκαθυστερημένος
-
Kreekaκαθυστερημένος
3.
-
Kreekaκαθυστερημένος
4.
-
Kreekaκαθυστερημένος
-
Kreekaκαθυστερημένος
English translator: Greek Norwegian καθυστερημένος Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare