αντιμετωπίζω Kreeka - Eesti
1.
-
Kreekaφέρομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι
2.
-
Kreekaαντιμετωπίζω
3.
-
Kreekaαντιμετωπίζω
4.
-
Kreekaαντιμετωπίζω
English translator: Greek Estonian αντιμετωπίζω Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare