mental Galician - Kreeka
1.
-
Kreekaκαθυστερημένος, βλαμμένος
2.
-
Kreekaπαμψυχισμός
3.
-
Kreekaπαράφρων
4.
5.
-
Kreekaμηχανισμός
6.
-
Galiciananorexia
-
Kreekaνευρογενής ανορεξία
7.
-
Kreekaπίεση
8.
-
Kreekaσυνθέτω
9.
-
Kreekaφυτό
10.
-
Galicianxenio
-
Kreekaμεγαλοφυία
11.
-
Kreekaφαντάζομαι
12.
-
Galiciananorexia
-
Kreekaνευρογενής ανορεξία
13.
-
Galicianmental
-
Kreekaδιανοητικόςνοητικός
-
Kreekaπωγωνικός
14.
-
Kreekaερωτομανία
15.
-
Kreekaφαντάζομαι
16.
-
Kreekaσθένοςγενναιότητα
17.
-
Kreekaσκιά
18.
-
Kreekaγνωσιακός
19.
-
Kreekaσπαραχτικός
20.
-
Galicianmentalmente
21.
-
Galicianvigorexia
22.
-
Kreekaπροσοχή
23.
-
Kreekaψυχολογική αντοχή, ανθεκτικότητα
24.
-
Kreekaεικόνα
25.
-
Kreekaπροσοχή
26.
-
Kreekaκαθυστερημένος
-
Kreekaβλαμμένος, κρετίνος
27.
-
Kreekaκατάσταση
28.
-
Kreekaκατάρρευσηκλονισμός
29.
-
Kreekaαντίληψη
30.
-
Kreekaψύχωση
31.
-
Kreekaνοοτροπία
32.
-
Kreekaσκίρτημα
33.
-
Kreekaπαράφρων
34.
-
Kreekaεννοιολογικός
35.
-
Kreekaνεύρωση
36.
-
Kreekaιδιώτης
37.
38.
39.
-
Kreekaαιρετικός
40.
-
Kreekaανάμνηση
41.
-
Kreekaδιανοητική or ψυχική αταραξία ataraˈk͡siˌa / ισορροπία iso̞ro̞ˈpiˌa / ηρεμία ire̞ˈmiˌa (meaning: mental or psychic equanimity / balance / tranquillity) g
42.
-
Kreekaαισθάνομαι
-
Kreekaνιώθω
43.
-
Kreekaπόνος
44.
-
Kreekaαπορρόφηση
45.
-
Galicianpatolóxico
46.
-
Kreekaκαταγράφω
47.
-
Kreekaενθύμιο
48.
-
Kreekaπαρέκκλισηεκκεντρικότητα
-
Kreekaπαρέκκλιση
49.
-
Kreekaπαρέκκλισηεκκεντρικότητα
-
Kreekaπαρέκκλιση
50.
-
Kreekaγαλήνη
51.
-
Kreekaψυχοθεραπεία
52.
-
Kreekaφαντασίωση
53.
-
Kreekaμετενσάρκωση
54.
-
Kreekaηλίθιος
55.
56.
-
Galicianpsicoloxía
-
Kreekaψυχολογία
57.
-
Kreekaφυτό
58.
-
Kreekaέκλαμψη
59.
-
Kreekaψυχιατρική
60.
-
Kreekaψυχοσωματικός
61.
-
Kreekaσιγοκαίω
62.
-
Kreekaεπιφαινόμενο
English translator: Galician Greek mental Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare