unique Tai - Kreeka
1.
-
Kreekaδιάλεκτος
2.
-
Kreekaιδιογλωσσία
3.
-
Kreekaψηφιακός
4.
-
Kreekaμοναχοπαίδι
5.
-
Kreekaαύξων αριθμός
6.
-
Kreekaμοναδικός
7.
-
Kreekaαρσενικό ελάφι
8.
-
Kreekaαρσενικό ελάφι
9.
-
Kreekaμονόδρομος
10.
-
Kreekaειδικός
11.
12.
-
Kreekaέκτακτος
13.
-
Kreekaμόνοςαποκλειστικός
14.
-
Kreekaμοναδικός, μόνος
-
Kreekaμοναχός
-
Kreekaμόνο, μονάχα
15.
-
Kreekaμονόδρομος
English translator: Thai Greek unique Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare