vero Serbia - Kreeka
1.
2.
-
Kreekaαληθινός
-
Kreekaαυθεντικός
-
Kreekaπραγματικός
3.
-
Kreekaναι
4.
-
Kreekaπράγματι, όντως, αληθινά, πραγματικά
-
Kreekaπραγματικά, αληθινά
-
Kreekaαλήθεια
5.
-
Kreekaαληθινός
-
Kreekaαληθινός, νόμιμος
6.
-
Kreekaβασικά
7.
8.
9.
-
Kreekaαληθινός
-
Kreekaαυθεντικός
-
Kreekaπραγματικός
English translator: Serbian Greek vero Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare