διακινδυνεύω Saksa - Kreeka
1.
-
Saksariskieren
-
Kreekaτολμώ, διακινδυνεύω
2.
-
Kreekaδιακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος
-
Kreekaδιατρέχω τον κίνδυνος
3.
-
Kreekaδιακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος
-
Kreekaδιατρέχω τον κίνδυνος
English translator: German Greek διακινδυνεύω Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare