ερευνητής Rootsi - Kreeka
1.
-
Kreekaαστυνομικός ερευνητής, ερευνητής
-
Rootsikriminalpolis
-
Kreekaερευνητής, ιδιωτικός ερευνητής
-
Rootsidetektiv
2.
3.
-
Kreekaαστυνομικός ερευνητής, ερευνητής
-
Rootsikriminalpolis
-
Kreekaερευνητής, ιδιωτικός ερευνητής
-
Rootsidetektiv
English translator: Swedish Greek ερευνητής Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare