comum Ladina - Kreeka
1.
-
Kreekaκοινοτοπία
-
Kreekaκοινοτοπία
2.
-
Kreekaκοινός
3.
-
Kreekaκοινή λογική
4.
-
Kreekaκοινό ουσιαστικό
5.
-
Kreekaπτεροφάλαινα
6.
-
Kreekaκοινός
-
Kreekaκοινός, συνηθισμένος
7.
-
Kreekaκοινός
-
Kreekaκοινός, συνηθισμένος
8.
-
Kreekaσυλλογικόςσυνδυασμένος
9.
-
Kreekaπεταλούδα
10.
-
Kreekaκοινός
-
Kreekaκοινός, συνηθισμένος
11.
-
Kreekaκοινός
-
Kreekaκοινός, συνηθισμένος
12.
-
Kreekaαγριοπερίστερο
-
Ladinacolumba
English translator: Latin Greek comum Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare