jargon Kreeka - Tai
1.
-
Kreekaτραύμα
2.
-
Taineeded
3.
-
Kreekaιδιογλωσσία
-
Kreekaιδιογλωσσία
-
Kreekaακαταλαβίστικα
-
Kreekaγιαρκόν
4.
-
Kreekaαργκό
5.
-
Kreekaτερματοφύλακας
-
Taiผู้รักษาประตู, โกล, โกล์
6.
7.
-
Kreekaασυναρτησίες, αλαμπουρνέζικα
8.
-
KreekaΤΔ, τοπικό δίκτυο
9.
-
Kreekaανθρωποκτονία
10.
-
Kreekaκόπρανα
11.
-
Kreekaαπειροελάχιστος
12.
-
KreekaΤΔ, τοπικό δίκτυο
English translator: Greek Thai jargon Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare