funktion Kreeka - Pärsia
1.
-
Kreekaλειτουργία
-
Pärsiaتابع
-
Kreekaλειτούργημακαθήκον
-
Kreekaσυνάρτηση
-
Pärsiaتابع
-
Kreekaδιαδικασία
-
Pärsiaتابع
-
Kreekaλειτουργία
-
Kreekaλειτουργώ, εργάζομαι
2.
-
Kreekaαόριστο ολοκλήρωμα
3.
-
Kreekaτριγωνομετρική συνάρτηση
4.
-
Kreekaλειτουργία
-
Pärsiaتابع
-
Kreekaλειτούργημακαθήκον
-
Kreekaσυνάρτηση
-
Pärsiaتابع
-
Kreekaδιαδικασία
-
Pärsiaتابع
-
Kreekaλειτουργία
-
Kreekaλειτουργώ, εργάζομαι
5.
-
Kreekaλειτουργία
-
Pärsiaتابع
-
Kreekaλειτούργημακαθήκον
-
Kreekaσυνάρτηση
-
Pärsiaتابع
-
Kreekaδιαδικασία
-
Pärsiaتابع
-
Kreekaλειτουργία
-
Kreekaλειτουργώ, εργάζομαι
English translator: Greek Persian funktion Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare