action Kreeka - Galician
1.
-
Kreekaεπεξεργάζομαι, κατεργάζομαι
2.
-
Galicianlisto, preparado
3.
4.
-
Kreekaοπισθοδρόμησηυποχώρηση
5.
-
Kreekaδιακόπτω
6.
-
Kreekaσυμπεριφορά
7.
8.
-
Galiciandesfacer
9.
-
Kreekaαπόσταση
10.
-
Kreekaθαρραλέος
11.
-
Kreekaερεθισμός
12.
-
Kreekaδολιοφθορά
13.
14.
-
Kreekaπρακτικός
15.
-
Kreekaμετασχηματίζω
16.
-
Kreekaηθικός
17.
-
Kreekaανθίσταμαι
-
Kreekaαντιστέκομαι, ανθίσταμαι
18.
-
Kreekaπράξη
19.
-
Kreekaιδιοτροπία
20.
-
Kreekaβλέμμα
21.
-
Kreekaχρέος
22.
-
Kreekacheckκαθιστώ ικανό
23.
-
Kreekaχασμουρητό
24.
-
Galiciancopia de seguridade
25.
-
Galicianinfluencia
-
Kreekaεπιρροή
-
Galicianinfluencia
-
Kreekaεπιρροή
26.
27.
-
Kreekaαρχή
28.
-
Kreekaαποκερματισμός
29.
-
Kreekaβλέμμα
30.
-
Kreekaαναποφασιστικότητα
31.
32.
-
Kreekaσχέδιο
33.
-
Galicianactivar
-
Kreekaενεργοποιώ
-
Galicianactivar
-
Kreekaενεργοποιώ (
34.
-
Kreekaσενάριο
35.
-
Kreekaμετοχή
36.
-
Kreekaεξαφάνιση
37.
-
Kreekaαρχή
38.
-
Kreekaασκώ
39.
-
Kreekaαντίμετρο
40.
-
Kreekaτακτική
41.
-
Kreekaπράξη
42.
-
Kreekaκόψιμο
43.
-
Kreekaαλληλεπίδραση
-
Kreekaαλληλεπίδραση
44.
-
Kreekaέξοδος
45.
-
Kreekaχρονοτριβώ, καθυστερώ
46.
-
Galiciancaligrafía
-
Kreekaκαλλιγραφία
47.
-
Kreekaηθικός
48.
-
Kreekaεισβολήεπιδρομή
49.
-
Kreekaδιάβρωση
50.
-
Galicianvinganza
-
Kreekaεκδίκηση
-
Kreekaεκδικούμαι
51.
English translator: Greek Galician action Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare