risc Katalaani - Kreeka
1.
-
Kreekaτύχη
2.
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaδιακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος
-
Kreekaδιατρέχω τον κίνδυνος
3.
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaδιακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος
-
Kreekaδιατρέχω τον κίνδυνος
English translator: Kwak'wala Greek risc Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare