toch Eesti - Kreeka

1.

  • Kreekaούτως ή άλλως, όπως και να έχει, εν πάση περιπτώσει, έτσι κι αλλιώς


2.


3.


4.

  • Kreekaέτσι δεν είναι,


5.


6.


7.

  • Kreekaωστόσο, μολαταύτα, μολοντούτο, παρ' όλα αυτά, εν τούτοις





English translator: Estonian Greek toch  Eesti sõnaraamat   Español Traductor   Svenska Översättare