ställe Eesti - Kreeka
1.
-
Kreekaτόποςτοποθεσία
2.
-
Eestipaik, koht
-
Kreekaτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,
3.
-
Eestipaik, koht
-
Kreekaτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,
4.
-
Kreekaτόποςτοποθεσία
English translator: Estonian Greek ställe Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare