risk Eesti - Kreeka
1.
-
Eestiettevõtja
-
Kreekaεπιχειρηματίας
-
Kreekaεργολάβος
2.
-
Eestiõnnemäng
-
Kreekaστοίχημα
-
Kreekaστοιχηματίζω
3.
-
Kreekaτύχη
-
Kreekaτολμώ, διακινδυνεύω
4.
-
Kreekaεπιβίωση
5.
-
Eestiseiklus
6.
-
Kreekaασφαλής, ακίνδυνος
7.
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaδιακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος
-
Kreekaδιατρέχω τον κίνδυνος
8.
-
Kreekaπιθανότητα
9.
-
Kreekaαισχροκέρδεια
10.
-
Kreekaάνετος
11.
-
Kreekaπαρακινδυνευμένος
12.
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaκίνδυνος
-
Kreekaδιακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος
-
Kreekaδιατρέχω τον κίνδυνος
English translator: Estonian Greek risk Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare