obje Eesti - Kreeka
1.
-
Eestiese
-
Kreekaαντικείμενο
-
Kreekaσκοπός
-
Kreekaαντικείμενο
-
Kreekaαντικείμενο
-
Kreekaαντικείμενο
-
Kreekaδιαφωνώ, αντιτίθεμαι, ενίσταμαι, αντιτείνω
2.
-
Kreekaαντικειμενικός
-
Kreekaαντικειμενικός
-
Kreekaαντικειμενικός
-
Kreekaαντικειμενικός
-
Kreekaαντικείμενο
-
Kreekaαντικείμενο
-
Kreekaπλάγια πτώση
-
Kreekaαντικειμενικός φακός
English translator: Estonian Greek obje Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare