medicine Eesti - Kreeka
1.
-
Kreekaαγυρτεία
2.
-
Kreekaπλαίσιοσκελετός
3.
-
Kreekaδακτυλικός
4.
-
Kreekaαριθμητικός
5.
-
Kreekaκρούσμαπεριστατικό
6.
-
Kreekaιατρικός
7.
8.
-
Kreekaδιαστημικός
9.
-
Kreekaογκολογία
10.
-
Kreekaβάμμα
11.
-
Kreekaκρούσμαπεριστατικό
12.
-
Kreekaφαρμακοποιία
13.
-
Kreekaυποτροπιάζω
14.
-
Kreekaqualifierel
15.
-
Kreekaεφημερία
16.
17.
-
Kreekaηλεκτροεγκεφαλογραφία
English translator: Estonian Greek medicine Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare