fall Eesti - Kreeka
1.
2.
-
Kreekaπτώση
3.
-
Eestikosk, juga
-
Kreekaκαταρράκτης
4.
-
Kreekaκοιμισμένος
5.
-
Kreekaπερίπτωσηπερίσταση
-
Kreekaπερίπτωση
-
Kreekaυπόθεση
6.
-
Kreekaούτως ή άλλως, όπως και να έχει, εν πάση περιπτώσει, έτσι κι αλλιώς
7.
-
Eestilangevari
-
Kreekaαλεξίπτωτο
8.
-
Kreekaφεύγω
9.
-
Kreekaπερίπτωσηπερίσταση
-
Kreekaπερίπτωση
-
Kreekaυπόθεση
10.
-
Eestifunktsioon
-
Kreekaσυνάρτηση
11.
12.
-
Kreekaεντούτιος
13.
14.
15.
-
Kreekaαποστασία
16.
17.
-
Kreekaαπορρίματα
18.
-
Kreekaπέσει
19.
-
Kreekaπαγίδα
20.
-
Kreekaχιονόπτωση
21.
-
Kreekaαπορρίπτω, απαλλάσσομαι
-
Kreekaχύνω
22.
-
Kreekaπερίπτωσηπερίσταση
-
Kreekaπερίπτωση
-
Kreekaυπόθεση
23.
-
Kreekaπτώση
24.
-
Kreekaχάρη
25.
-
Kreekaκαταφεύγω, προσφεύγω
26.
-
Kreekaκουτουλιά
27.
-
Kreekaχαμηλώνω
28.
-
Kreekaαπορρίπτω, απαλλάσσομαι
-
Kreekaχύνω
29.
-
Kreekaανεβοκατεβαίνω
30.
-
Kreekaκαταρρέω
31.
32.
33.
-
Kreekaκαταρρέω, καταπίπτω
-
Kreekaδιπλώνω
-
Kreekaαποσυνθέτωλύνω
34.
-
Kreekaειδάλλως
English translator: Estonian Greek fall Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare