depression Eesti - Kreeka
1.
-
Kreekaλεκάνη
2.
-
Kreekaτρύπα
3.
4.
-
Kreekaψυχολογική αντοχή, ανθεκτικότητα
5.
-
Kreekaμελαγχολία
6.
-
Kreekaλακκάκι
7.
-
Kreekaλάκκος
-
Kreekaκατάθλιψη
-
Kreekaβαθύ βαρομετρικό
-
Kreekaύφεση
8.
-
Kreekaμανιοκαταθλιπτικός
9.
-
Kreekaδυσθυμία
10.
-
Kreekaμελαγχολία
11.
12.
-
Kreekaαντικαταθλιπτικό
-
Kreekaαντικαταθλιπτικός
English translator: Estonian Greek depression Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare