caso Eesti - Kreeka
1.
-
Eestiseesütlev, seesütlev kääne, inessiiv
2.
-
Eestiomastav, genitiiv
-
Kreekaγενική
3.
-
Kreekaπερίπτωσηπερίσταση
-
Kreekaυπόθεσηπεριστατικό
-
Kreekaπερίπτωση
-
Kreekaυπόθεση
-
Kreekaκρούσμαπεριστατικό
4.
-
Eestiseestütlev, elatiiv
5.
-
Eestikaasaütlev kääne, komitatiiv
6.
-
Eestivääramatu jõud
-
Kreekaανωτέρα βία
-
Eestivääramatu jõud
-
Kreekaανωτέρα βία
7.
-
Kreekaπερίπτωσηπερίσταση
-
Kreekaυπόθεσηπεριστατικό
-
Kreekaπερίπτωση
-
Kreekaυπόθεση
-
Kreekaκρούσμαπεριστατικό
8.
-
Kreekaκτητική
9.
-
Kreekaοργανική
10.
-
Eestimistahes mööndusteta
-
Kreekaάνευ όρων, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτα, απεριόριστα
11.
-
Kreekaεν τούτοις, παρά ταύτα, ωστόσο
12.
-
Eestijuust, sõir
-
Kreekaτυρί
13.
-
Eestineeded
14.
-
Kreekaεν πάση περιπτώσει, πάντως
15.
-
Eestiosastav, partatiiv
-
Kreekaμεριστικός
16.
-
Kreekaπερίπτωσηπερίσταση
-
Kreekaυπόθεσηπεριστατικό
-
Kreekaπερίπτωση
-
Kreekaυπόθεση
-
Kreekaκρούσμαπεριστατικό
17.
-
Eestivõi muidu, vastasel juhul
-
Kreekaειδάλλως
18.
-
Eestiillatiivi
19.
-
Kreekaτοπική
20.
-
Eestijuust, sõir
-
Kreekaτυρί
21.
22.
-
Kreekaαιτιατική
23.
-
Eestinäide
-
Kreekaπεριστατικό
-
Kreekaστιγµιότυπο
24.
-
Kreekaπερίπτωσηπερίσταση
-
Kreekaυπόθεσηπεριστατικό
-
Kreekaπερίπτωση
-
Kreekaυπόθεση
-
Kreekaκρούσμαπεριστατικό
25.
-
Kreekaζήτημα
-
Kreekaερωτοδουλειά
26.
-
Eestidaativ
-
Kreekaδοτική πτώση
-
Eestidaativ
-
Kreekaδοτική πτώση
27.
-
Eestialaleütlev, allatiiv
28.
-
Kreekaόπως και να έχει
29.
-
Kreekaπερίπτωσηπερίσταση
-
Kreekaυπόθεσηπεριστατικό
-
Kreekaπερίπτωση
-
Kreekaυπόθεση
-
Kreekaκρούσμαπεριστατικό
30.
-
Kreekaπερίπτωσηπερίσταση
-
Kreekaυπόθεσηπεριστατικό
-
Kreekaπερίπτωση
-
Kreekaυπόθεση
-
Kreekaκρούσμαπεριστατικό
31.
-
Kreekaσε περίπτωση που
English translator: Estonian Greek caso Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare